- αερκτος
- ἄερκτοςἄ-ερκτος2неогороженный
(χωρίον Lys.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χωρίον Lys.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άερκτος — ἄερκτος, ον (Α) άφραχτος, ανοιχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + εἴργω (= εγκλείω, αποκλείω, εμποδίζω, κωλύω)] … Dictionary of Greek
ἄερκτον — ἄερκτος unfenced masc/fem acc sg ἄερκτος unfenced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφερκτος — ἄφερκτος, ον (Α) αποκλεισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + είργω «εγκλείω, αποκλείω, εμποδίζω, κωλύω» (πρβλ. άερκτος)] … Dictionary of Greek